-
1 πόκος
A wool in its raw state, fleece, Il.12.451, Ar.Lys. 574, GDIiv p.886 (Erythrae, iv B.C.), PCair.Zen. 287, 774 (iii B.C.), LXXJd.6.37;οἶν μελάγχιμον πόκῳ E.El. 513
;πεκτεῖν.. προβάτων π. ἠρινόν Ar.Av. 714
;πέντε πόκως ἔλαβ' ἐχθές Theoc.15.20
; lock or tuft of wool, S.Tr. 675;ἐρίων π. Cratin.372
; νεφέλαι πόκοις ἐρίων ὁμοῖαι Thphr.Sign.13.II prov., εἰς ὄνου πόκας to an ass-shearing, i.e. to no-place, Ar.Ra. 186; ὄνου πόκους or πόκας ζητεῖς you ask for 'pigeons'-milk', Zen.5.38, etc.:—the nom. of this phrase is given as πόκες by Sch.Ar. l.c., as πόκαι by Suid., Phot.; Ὄκνου πλοκάς (cf.ὄκνος 11
) was prob. read by Aristarch. in Cratin.348, and shd. perh. be read in Ar.l.c.;οὐδεὶς πόκον εἰς γναφεῖον φέρει Arcesil.
ap. Gal.8.624.
См. также в других словарях:
πόκος — ὁ, ΝΜΑ, αιολ. τ. πόκτος, ετεροκλ. πληθ. πόκες και πόκαι, αί, Α ακατέργαστο μαλλί κουρεμένου προβάτου αρχ. 1. κοτσίδα κατεργασμένου ερίου, τουλούπα μαλλιού 2. παροιμ. α) «εἰς ὄνου πόκας» σε μέρος που κουρεύουν τα γαϊδούρια, δηλ. πουθενά β) «ὄνου… … Dictionary of Greek
όνος — ο (ΑΜ ὄνος, Α και ὄνος, ή) 1. λόγια ονομασία τού γαιδάρου 2. γένος ψαριών, αλλ. ονίσκος 3. στον πληθ. ως κύριο όν. Όνοι αστρον. δύο αστέρες που ανήκουν στον αστερισμό τού Καρκίνου 4. φρ. α) «όνου σκιά» καθετί το ανύπαρκτο ή ευτελές και ασήμαντο… … Dictionary of Greek